ΟΟΣΑ: Η Ελλάδα υστερεί σε ψηφιακές δεξιότητες

Οι κυβερνήσεις πρέπει, επειγόντως, να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ώστε να βελτιώσουν την εκπαίδευση και τις άλλες πολιτικές που θα βοηθήσουν τους πολίτες τους να καρπωθούν τα οφέλη του ψηφιακού μετασχηματισμού, κάτι που θα μειώσει τον κίνδυνο να διευρυνθούν οι ανισότητες και να αυξηθεί η ανεργία εξαιτίας της αυτοματοποίησης ολοένα περισσότερων παραγωγικών δραστηριοτήτων και θέσεων εργασίας.

Αυτό είναι το βασικό μήνυμα μιας νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ (OECD Skills Outlook 2019), σχετικά με τις ψηφιακές δεξιότητες σε κάθε χώρα μέλος και τις επιπτώσεις της τεχνολογικής αλλαγής στην αγορά εργασίας και γενικότερα στην οικονομία. Η έκθεση επισημαίνει ότι μερικές χώρες είναι καλύτερα προετοιμασμένες, ενώ άλλες λιγότερο (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα) λόγω των ελλιπών ψηφιακών δεξιοτήτων του πληθυσμού τους.

Μεγαλύτερο θεωρείται ότι είναι το πρόβλημα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Χιλή, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Σλοβακία και η Τουρκία, οι οποίες συχνά δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες που είναι αναγκαίες για να αναπτυχθούν, ούτε τα κατάλληλα εκπαιδευτικά συστήματα που θα τους επιτρέπουν να αναβαθμίζουν συνεχώς τις δεξιότητες των πολιτών τους.

Η έκθεση θεωρεί κρίσιμης σημασίας τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα να εξελιχθούν σε συστήματα δια βίου μάθησης και οι ενήλικες να επανεκπαιδεύονται στη διάρκεια όλης της καριέρας τους. Όμως σήμερα στις χώρες του ΟΟΣΑ η επανεκπαίδευση των ενηλίκων με χαμηλές δεξιότητες (των κατ’ εξοχήν ευάλωτων στις τεχνολογικές αλλαγές) παραμένει 40% μικρότερη από εκείνη των εργαζομένων με ήδη υψηλές δεξιότητες. Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι είναι ζωτικό να καταπολεμηθεί η έλλειψη κινήτρων, η οποία φαίνεται να εμποδίζει πολλούς ενήλικες με χαμηλές ψηφιακές δεξιότητες από το να κάτσουν ξανά στα θρανία.

Ο Οργανισμός εκτιμά ότι οι εργαζόμενοι σε περισσότερα από τα μισά επαγγέλματα (το 54%) που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για αυτοματοποίηση, θα χρειαστούν είτε μέτρια (λιγότερο από ένα έτος), είτε εντατική επανεκπαίδευση (πάνω από ένα έτος) για να μπορέσουν να διατηρήσουν τη δουλειά τους ή να βρουν ακόμη καλύτερη και ασφαλέστερη. Μόνο έτσι, τονίζει η έκθεση, οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν να αποφύγουν την αντικατάσταση τους με πιο ικανούς εργαζόμενους ή -χάρη στις νέες ψηφιακές δεξιότητες τους- να μετακινηθούν σε άλλες πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι στην Ελλάδα τόσο οι εργαζόμενοι όσο και γενικότερα οι πολίτες συχνά έχουν ελλιπείς ψηφιακές δεξιότητες και γι’ αυτό τα συστήματα δια βίου μάθησης, τόσο τα επίσημα όσο και τα ανεπίσημα, πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά για να διευκολύνουν την αναβάθμιση των ικανοτήτων και την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, αναγκαίων στον μελλοντικό ψηφιακό κόσμο.

Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες όπου οι εργαζόμενοι αναμένεται μέσα στα επόμενα χρόνια να αντιμετωπίσουν σοβαρές αλλαγές στον τρόπο που γίνεται η δουλειά τους, λόγω του ψηφιακού μετασχηματισμού και της ευρύτερης χρήσης της τεχνολογίας. Η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι στη χώρα μας αρκετοί εργαζόμενοι μπορεί να μην έχουν αποκτήσει τις αναγκαίες δεξιότητες για να ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση στους χώρους εργασίας.

Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Χιλή αναφέρονται ως τρεις χώρες που υστερούν σημαντικά και έχουν μείνει πολύ πίσω, όσον αφορά τη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην εργασία. Επιπλέον, η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών (μαζί με Ιταλία, Τουρκία, Χιλή, Σλοβενία και Ν.Κορέα), που έχουν μεγάλο ποσοστό εργαζομένων σε επαγγέλματα υψηλού κινδύνου για αυτοματοποίηση, άρα και για ανεργία.

Ακόμη, η Ελλάδα αναφέρεται (μαζί με τη Χιλή) ως χώρες στις οποίες όχι μόνο οι εργαζόμενοι, αλλά γενικότερα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ανάγκη να προωθήσουν μια ευρύτερη πολιτική για την αναβάθμιση των ψηφιακών ικανοτήτων στο σύνολο του πληθυσμού τους.

Αλλά και στο πεδίο του ψηφιακού χάσματος πόλεων-υπαίθρου, π.χ. όσον αφορά την ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο, η Ελλάδα -μαζί με την Πορτογαλία, τη Χιλή και τη Λιθουανία- αναφέρεται ως χώρα με ανισότητα άνω του 10% αναφορικά με τη συνδεσιμότητα των αστικών και των αγροτικών νοικοκυριών. Όπως επισημαίνει η έκθεση, «τέτοιου είδους ψηφιακός αποκλεισμός είναι πιθανό να επιδεινώσει άλλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες».

Στον ΟΟΣΑ, ως κύρια αιτία για την έλλειψη πρόσβασης στο Ίντερνετ, κατά μέσο όρο το 43% των νοικοκυριών αναφέρουν την έλλειψη βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων και γνώσεων, όπως πώς να χρησιμοποιούν μια ιστοσελίδα. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, όπου πάνω από το ένα πέμπτο των νοικοκυριών ακόμη δεν έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο, άνω του 70% αυτών των μη συνδεδεμένων νοικοκυριών αναφέρουν την έλλειψη ψηφιακού αλφαβητισμού ως βασική αιτία που δεν έχουν συνδεθεί στο Ίντερνετ. Καθώς το κόστος των συνδέσεων στο διαδίκτυο πέφτει συνεχώς, ολοένα περισσότερα νοικοκυριά στην Ελλάδα και σε μερικές ακόμη χώρες (Τουρκία, Λιθουανία) προβάλλουν ως δικαιολογία που δεν έχουν ακόμη σύνδεση στο Ίντερνετ, το ότι δεν έχουν ψηφιακές δεξιότητες για να το χρησιμοποιήσουν και να βρουν κάτι ενδιαφέρον ή χρήσιμο μέσω αυτού.

Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η ψηφιοποίηση των οικονομιών απαιτεί από τους ανθρώπους να μπορούν να μαθαίνουν νέα πράγματα και να χρησιμοποιούν το Ίντερνετ για ολοένα περισσότερες και πιο πολύπλοκες εργασίες. Σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Νορβηγία και η Σουηδία πάνω από το 80% των κατοίκων ηλικίας 16 έως 64 ετών εκτελούν πλέον πολλές διαφορετικές και περίπλοκες εργασίες online (ηλεκτρονική τραπεζική, συναλλαγές με το Δημόσιο, δημιουργία ιστοσελίδων και ιστολογίων κ.α.). Αντίθετα στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Πολωνία το ποσοστό των κατοίκων που κάνουν κάτι ανάλογο, είναι κάτω του 50%.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την έκθεση, δεν αρκεί να υπάρχει καθολική πρόσβαση του πληθυσμού στο Ίντερνετ, αλλά πρέπει επίσης ο πληθυσμός να αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ευκαιρίες της ψηφιοποίησης. «Αν η τεχνολογική αλλαγή συνεχίσει να επεκτείνει τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων που οι άνθρωποι θα πρέπει να κάνουν στην καθημερινή ζωή τους μέσω της χρήσης ψηφιακών εργαλείων, σε μερικές χώρες οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να μείνουν πίσω», προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ.