Oliver Wyman: Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας

Ο τραπεζικός κλάδος είναι έτοιμος να ηγηθεί της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του European Banking Report 2021, που εκπόνησε η Oliver Wyman, εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο.

Όπως αναφέρεται στην μελέτη το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό, εν μέσω μίας από τις πιο σοβαρές πτώσεις του ΑΕΠ που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα. Τα επίπεδα εποπτικών κεφαλαίων που συσσωρεύτηκαν μετά την οικονομική κρίση αποδείχθηκαν επαρκή και αρκετές από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας αμβλύνθηκαν, ως αποτέλεσμα των σημαντικών προγραμμάτων κρατικής στήριξης. Μία στις τρεις τράπεζες έχουν ήδη αντιστρέψει πιστωτικές προβλέψεις. Παρόλα αυτά, τα έσοδα των τραπεζών και η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων έχουν πληγεί: Σε χώρες όπου επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί, με οικονομίες έντονα εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της πανδημίας, τα έσοδα μειώθηκαν έως και 11% και τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού μειώθηκαν σχεδόν 5%. Τα μισά κεφάλαια του κλάδου βρίσκονται σε τράπεζες με απόδοση ιδίων κεφαλαίων μικρότερη από 4%.

Η απαραίτητη διαδικασία εξορθολογισμού συνεχίστηκε, με έμφαση στο γεωγραφικό αποτύπωμα, την απλοποίηση διαδικασιών και την επαναξιολόγηση των προσφερόμενων τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών. Σε συγκεκριμένες χώρες υπήρξε συγκέντρωση του τραπεζικού κλάδου, με τις εποπτικές αρχές να αναμένουν περισσότερη ενοποίηση στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι οι προοπτικές είναι απαραίτητα θετικές – από μακροοικονομικής άποψης, υπάρχουν ακόμα σημαντικές προκλήσεις. Για παράδειγμα οι αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων διογκώνονται έντονα λόγω της υπερβολικής ρευστότητας στην αγορά, τα χαμηλά επιτόκια συνεχίζουν να προβληματίζουν, η κερδοσκοπία στην ψηφιακή οικονομία συνεχίζεται, ενώ οι τράπεζες πρέπει να διαχειριστούν τον πληθωρισμό για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, αναφέρει η μελέτη.

Πιθανές αυξήσεις των επιτοκίων μπορεί να φέρουν αύξηση των εσόδων, ωστόσο αρκετές εταιρείες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ασθενή κερδοφορία, κάτι που θα δημιουργούσε έκθεση σε κίνδυνο, μαζί με τα νοικοκυριά, εκτιμά η μελέτη.

Ελληνικές τράπεζες – Απέδειξαν ότι μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας και εξυπηρέτησης των πελατών τους

Με αφορμή της δημοσιοποίηση της μελέτης, ο Δημήτρης Ψαρρής, Partner της Oliver Wyman αναφέρει στο ΑΠΕ/ΜΠΕ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα: “Εν μέσω μιας πρωτόγνωρης κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν την εξυγίανση των ισολογισμών τους, στήριξαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά και απέδειξαν ότι μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας και εξυπηρέτησης των πελατών τους. Σε αυτή τη μεταβατική φάση, οι τράπεζες έχουν την ιστορική ευκαιρία να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην οικονομία με τρόπο πολύ διαφορετικό από το πρόσφατο παρελθόν. Υποστηρίζοντας την ανάκαμψη από την πανδημία, εξυπηρετώντας τους πελάτες τους ως πραγματικός σύμβουλος σε ένα ευρύτερο σύνολο αναγκών και βοηθώντας στον μετασχηματισμό της οικονομίας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο τραπεζικός κλάδος μπορεί να επαναπροσδιορίσει τον σκοπό του και την ουσία της λειτουργίας του και να διασφαλίσει τη διαχρονική του προσφορά στην οικονομία. Όσες τράπεζες δεν επιλέξουν να δράσουν αποφασιστικά, επενδύοντας σε νέες δυνατότητες, υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, κινδυνεύουν είτε να περιθωριοποιηθούν, είτε να εξαναγκαστούν να παίξουν έναν υποστηρικτικό ρόλο, χωρίς να είναι οι ίδιες οδηγοί των εξελίξεων”

Οι πέντε προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές τράπεζες

Σύμφωνα με την μελέτη πέντε είναι οι προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

– Η μετάβαση στην εποχή μετά την κρίση: Καθώς σταδιακά οδεύουμε προς το τέλος της πανδημίας, εναπόκειται στις τράπεζες να βοηθήσουν στην απελευθέρωση προγραμμάτων δανεισμού έκτακτης ανάγκης, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα πιθανές πτωχεύσεις και τον αριθμό των εταιρειών «ζόμπι». Τυποποιημένες προσεγγίσεις πρέπει να υλοποιηθούν σε ολόκληρο τον κλάδο, με κρατική συμμετοχή. Οι τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί πάροχοι του ιδιωτικού τομέα μπορεί να χρειαστεί να προσφέρουν προϊόντα με συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο βιώσιμων αλλά υπερβολικά μοχλευμένων εταιρειών.

– Η δημιουργία νέων προσεγγίσεων δανεισμού οι οποίες θα υποστηρίζονται από τον δημόσιο τομέα: Η αγορά του εταιρικού χρέους αλλάζει και οι τράπεζες θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους σε αυτή. Τα κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ του προγράμματος Next Generation EU, αντιστοιχούν σε περίπου 16% των υπαρχόντων δανείων προς μη-χρηματοπιστωτικές εταιρείες, ενώ μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union – CMU) υπάρχει η δυνατότητα αύξησης της χρηματοδότησης εταιρειών από την αγορά (market based financing) από το 25% στο 50%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι έμπιστοι σύμβουλοι των πελατών τους, να διοχετεύουν διαφορετικές μορφές κεφαλαίου και να βοηθούν τους πελάτες να περιηγηθούν στο ευρύτερο φάσμα χρηματοδοτικών λύσεων.

– Η υποστήριξη της κλιματικής μετάβασης. Υπολογίζεται ότι πρέπει να επενδυθούν 1,5 έως 2 τρισ. ευρώ στην πράσινη οικονομία στην Ευρώπη. Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι θα επιτύχουν μηδενικές εκπομπές άνθρακα στο χαρτοφυλάκιο δανείων τους έως το 2050, ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές είναι πολύ μακροπρόθεσμες και δεν εξυπηρετούν άμεσα την αντίστοιχη μετάβαση της πραγματικής οικονομίας. Για να επιτύχουν τους στόχους τους, οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν ενεργητικό ρόλο σε όλες τις μεταβατικές πρωτοβουλίες. Η πιθανή σύγκρουση μεταξύ των κλιματικών στόχων και των οικονομικών αποδόσεων χρήζει διαχείρισης από τις τράπεζες, αλλά εάν οι τράπεζες δεν αναλάβουν εκείνες την πρωτοβουλία, τότε διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως εξειδικευμένοι σύμβουλοι, εταιρείες διαχείρισης δεδομένων και ιδιωτικών κεφαλαίων θα κληθούν να καλύψουν το κενό.

– Στήριξη της ψηφιακής οικονομίας. Είναι πιθανό, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια οι νέοι τρόποι πρόσβασης σε τραπεζικά προϊόντα να αποτελούν το 10% των δανείων, καταθέσεων, συναλλάγματος και πληρωμών για πελάτες λιανικής και ΜμΕ. Δεδομένου ότι αυτά τα νέα οικοσυστήματα τείνουν να παρέχουν βραχυπρόθεσμα, προϊόντα με υψηλότερα περιθώρια κέρδους, αυτό το μερίδιο θα μπορούσε να ισοδυναμεί με έσοδα έως και 40 δισ. ευρώ.

– Δημιουργία μιας νέας χρηματοπιστωτικής υποδομής. Έπονται ριζικές αλλαγές στην υποκείμενη χρηματοπιστωτική υποδομή της Ευρώπης. Τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (CBDC) είναι υπό δημιουργία, ως αποτέλεσμα ανησυχιών που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές και νομισματικές πολιτικές. Η πιθανή μετακίνηση ενός ποσοστού καταθέσεων 20% σε CBDC, βάζει σε ρίσκο για τις τράπεζες έσοδα από 10 έως 25 δις. ευρώ. Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να υιοθετήσει μια συνεργατική προσέγγιση με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να εντοπίσει και προτείνει συστημικές βελτιώσεις. Επιπλέον, ήδη παρακολουθούμε μια σειρά πρωτοβουλιών στον χώρο των πληρωμών και της αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος, ενώ οι περαιτέρω προσπάθειες εξορθολογισμού του κόστους και του επιχειρησιακού μοντέλου, θα δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικές και ελαστικές υποδομές.

Συμπεράσματα

Οι τράπεζες, επισημαίνεται στην μελέτη, έχουν την ευκαιρία να αναλάβουν σημαντικό ηγετικό ρόλο στην οικονομία με τρόπο πολύ διαφορετικό από το πρόσφατο παρελθόν. Ως εκ τούτου, θα έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μια ισχυρότερη αίσθηση σκοπού, όντας μέρος της λύσης σε σημαντικά ζητήματα. Αυτό μπορεί να ενισχύσει το επίπεδο εμπιστοσύνης στις τράπεζες, επιτρέποντας τους να δημιουργήσουν ισχυρότερες και βαθύτερες σχέσεις με τους πελάτες τους και να εξυπηρετήσουν ένα ευρύτερο σύνολο αναγκών, με απώτερο σκοπό ο κλάδος να ευδοκιμήσει μετά από χρόνια αβεβαιότητας. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται μια νέα νοοτροπία σχετικά με τον ρόλο των τραπεζών, καθώς και η ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων και υποδομών. Στη μετάβαση προς τη νέα εποχή θα υπάρξει αναπόφευκτα ένταση σε σχέση με τη μεγιστοποίηση της αξίας των μετόχων βραχυπρόθεσμα.

Όσες τράπεζες δεν επιλέξουν να δράσουν αποφασιστικά, κινδυνεύουν είτε να περιθωριοποιηθούν, είτε να εξαναγκαστούν να παίξουν έναν υποστηρικτικό ρόλο, χωρίς να είναι οι ίδιες οδηγοί των εξελίξεων, επισημαίνεται επίσης.

Η Oliver Wyman διατηρεί γραφεία σε 60 πόλεις και 29 χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα και είναι μια εταιρεία του δικτύου της Marsh McLennan