Κ. Μίχαλος: H καταπολέμηση της διαφθοράς απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοπιστία της χώρας

«Η συζήτηση σχετικά με τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που υιοθετούμε στην Ελλάδα, όσον αφορά την ενίσχυση της διαφάνειας στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι σήμερα περισσότερο σημαντική από ποτέ  τόνισε ο προέδρος της ΚΕΕ & του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος κατα την ομιλία του στο 12o Ετήσιο Συνέδριο Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος με θέμα «Από το σκοτάδι στο φως! Whistleblowing: η ανάγκη – η ρύθμιση – η πρακτική εφαρμογή»

Είναι επιβεβλημένη, συνέχισε ο κ. Μίχαλος, σε μια εποχή όπου η χώρα προσπαθεί να κλείσει τις πληγές μιας βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία και στους θεσμούς. Να ενισχύσει την εικόνα και την αξιοπιστία της διεθνώς. Να οικοδομήσει ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, στηριγμένο στην υγιή επιχειρηματικότητα και στην προσέλκυση νέων επενδύσεων.

Σε αυτή την προσπάθεια, η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Είναι ένα φαινόμενο που υπονομεύει το κράτος δικαίου και την κοινωνική δικαιοσύνη στη χώρα και στοιχίζει ακριβά στην εθνική μας οικονομία: οδηγεί στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και στην κακή διαχείριση των περιορισμένων πόρων του κράτους. Αποτρέπει επενδύσεις, αυξάνοντας την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι επενδυτές. Δημιουργεί στρεβλώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, προκαλώντας αθέμιτο ανταγωνισμό. Και βεβαίως, πλήττει – συχνά ανεπανόρθωτα – τη φήμη των επιχειρήσεων, που εμπλέκονται σε παράνομες πρακτικές και συναλλαγές.

Τα τελευταία χρόνια, είναι γεγονός ότι έγιναν στη χώρα αρκετά θετικά βήματα, με στόχο τον περιορισμό της διαφθοράς. Βήματα που αφορούν την καταπολέμηση των παράνομων χρηματοοικονομικών ροών και των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά και την ενίσχυση της διαφάνειας στη δημόσια διοίκηση

Ωστόσο, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε. Σύμφωνα με την ετήσια κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ζητήματα κρατικής διαφθοράς.

Επίσης, ένας από τους παράγοντες που κρατούν χαμηλά την Ελλάδα στις διεθνείς κατατάξεις για την ανταγωνιστικότητα, σχετίζεται με τη λειτουργία των θεσμών. Η χώρα μας σημειώνει σταθερά χαμηλές επιδόσεις στους δείκτες που αφορούν τις επιδόσεις στη μάχη κατά της διαφθοράς, στην ποιότητα του νομοθετικού έργου, στην απονομή της δικαιοσύνης.

Χρειάζεται, επομένως, να εντείνουμε τις προσπάθειές μας.

Πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίσουμε δραστικά μια από τις κυριότερες πηγές της διαφθοράς, που είναι η πολυνομία και η κακονομία. Χρειαζόμαστε ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να δοθεί τέλος στην ασάφεια, στην ατέλεια, στην αντιφατικότητα και στα κάθε είδους «παράθυρα» για παράνομες συναλλαγές και διακριτική μεταχείριση.

Χρειαζόμαστε δραστικές παρεμβάσεις για την αναβάθμιση του συστήματος και την αναβάθμιση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης.

Πρέπει να διαμορφώσουμε ένα πιο «έξυπνο» κράτος, με ενίσχυση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, για την ελαχιστοποίηση της επαφής δημοσίων υπαλλήλων και πολιτών/επιχειρήσεων. Με διασύνδεση όλων των πληροφοριακών συστημάτων και υποχρεωτική ηλεκτρονική αναζήτηση των στοιχείων μεταξύ των υπηρεσιών. Με δημιουργία μονάδων εσωτερικού ελέγχου στο δημόσιο τομέα, με εξορθολογισμό των ελεγκτικών φορέων.

Χρειάζεται μεγαλύτερη κινητοποίηση του επιχειρηματικού κόσμου, για την υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών εναντίων της διαφθοράς. Με αυστηρές πολιτικές και κώδικες δεοντολογίες για προσωπικό και προμηθευτές, αλλά και με επένδυση στη διαμόρφωση κουλτούρας εταιρικής ακεραιότητας.

Εξίσου σημαντικό ζητούμενο, είναι και η ενδυνάμωση του νομικού πλαισίου της χώρας για την καταγγελία φαινομένων διαφθοράς, από μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.

Πάντα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν αξιόποινες πράξεις που τελούνται στο περιβάλλον τους. Και επιλέγουν να σιωπούν, γιατί φοβούνται. Φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, ή ότι θα υποβιβαστούν. Φοβούνται ότι θα εμπλακούν σε μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες. Φοβούνται, συχνά, ακόμη και για την προσωπική τους ασφάλεια.

Γι’ αυτό και ο θεσμός του whistleblowing αναγνωρίζεται πλέον διεθνώς ως σημαντικό εργαλείο στην πρόληψη και τον εντοπισμό της διαφθοράς, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.

Στην Ελλάδα, ορισμένες μεγάλες κυρίως και εισηγμένες εταιρίες, εφαρμόζουν πρακτικές whistleblowing, μέσα από εσωτερικές διαδικασίες αναφοράς και καταγγελίας. Ωστόσο, σε επίπεδο νομοθεσίας, πέρα από ορισμένες διάσπαρτες διατάξεις, δεν υπάρχει ένα συμπαγές πλαίσιο για τη διαχείριση των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν αρκεί να θεσπίζεται η υποχρέωση του πολίτη να καταγγέλλει τη διαφθορά. Χρειάζεται να καθοριστούν ασφαλείς δίαυλοι για την υποβολή αναφορών, τόσο εντός των οργανισμών όσο και προς τις αρμόδιες δημόσιες αρχές.  Χρειάζεται ενθάρρυνση και αποτελεσματική προστασία από τον εκφοβισμό και τα ενδεχόμενα αντίποινα.

Οι πολίτες που αποφασίζουν να σπάσουν τη σιωπή και να φέρουν στο φως καταχρηστικές πρακτικές, λειτουργούν ουσιαστικά ως σύμμαχοι της διαφάνειας και αρωγοί της δικαιοσύνης. Και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα. Όχι μόνο από το νόμο, αλλά και από την κοινωνία.

Έχουμε ευθύνη, μέσω της Παιδείας, να καλλιεργήσουμε μια νέα αντίληψη για το δημόσιο συμφέρον, για την έννοια του ενεργού πολίτη. Μια κουλτούρα μηδενικής ανοχής στη διαφθορά. Μια κουλτούρα όπου υπόλογος κοινωνικά θα είναι ο παραβάτης και όχι αυτός που τον καταγγέλλει, ως «προδότης».

Συνηθίζουμε να λέμε ότι η διαφθορά είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία και ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια, ή και δεκαετίες για να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή. Θεωρώ αυτή την άποψη αρκετά μοιρολατρική.

Όσες κι αν είναι οι δυσκολίες, αξίζει και πρέπει να δώσουμε τη μάχη κατά της διαφθοράς. Αξίζει και πρέπει να στηρίξουμε την ανάπτυξη και το μέλλον της χώρας στις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της δικαιοσύνης.

Εύχομαι λοιπόν το σημερινό συνέδριο θα εμπλουτίσει το διάλογο και τη γνώση σχετικά με το θέμα. Και να κινητοποιήσει την ανάληψη γόνιμων πρωτοβουλιών, σε επίπεδο Πολιτείας, επιχειρήσεων και κοινωνίας».