Κομισιόν: Τέλος η ενισχυμένη εποπτεία στις 20 Αυγούστου – Ζητά φρένο στις δαπάνες- Προς νέα ελάφρυνση χρέους -Αποδέσμευση 748 εκατ. ευρώ

Με θετικά σχόλια και καλά νέα για την Ελλάδα συνοδεύεται το πακέτο εγγράφων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από την Κομισιόν. Στην 14η έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας γίνεται ξεκάθαρο ότι υπάρχει επαρκής πρόοδος, η οποία οδηγεί στην εκταμίευση του επόμενου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος (σ.σ. τον Ιούνιο), αλλά και ότι πλέον μπορεί να ανοίξει ο δρόμος ολοκλήρωσης στις 20 Αυγούστου του εν λόγω πλαισίου που ξεκίνησε το 2018.

Το πόρισμα καταγράφει την μεγάλη πρόοδο αλλά και ορίζει τα τελευταία πεδία: «στις πολιτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, το κτηματολόγιο, την κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών».

Σε ξεχωριστό κείμενο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει την πρόταση της για παράταση της ρήτρας γενικής διαφυγής και για το 2023 λόγω της νέας κρίσης. Ωστόσο, κάνει σαφές σε ανακοίνωσή της πως θα υπάρχουν δύο «ταχύτητες» ανά την ΕΕ στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούν τα κράτη-μέλη να ασκούν τη δημοσιονομική τους πολιτική τους επόμενους μήνες: Οι χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει παράλληλα με τα στοχευμένα μέτρα στήριξης να φροντίζουν και την επιστροφή σε πλεονάσματα με στόχο τη μείωση του χρέους…

Σε ξεχωριστά πορίσματα, που ανακοινώθηκαν σήμερα, απευθύνονται συστάσεις για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί η σύνδεση των πολιτικών παρεμβάσεων με το νέο εργαλείο REPowerEU και δίνονται αναλυτικές δημοσιονομικές συστάσεις ανά κράτος. Σε ειδική μελέτη υπολογίζεται στην Ελλάδα (αλλά και στην Ιταλία και στην Κύπρο) η πορεία των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, ενώ διατυπώνονται και συστάσεις στο πεδίο της απασχόλησης.

Κ. Μητσοτάκης: Ανοίγει ο δρόμος για την έξοδο από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας

Ενισχυμένη εποπτεία – εύσημα

Η 14η έκθεση για την Ενισχυμένη Εποπτεία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις συμφωνημένες δεσμεύσεις, «παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας καθώς και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία». Οι αρχές έχουν ολοκληρώσει μια σειρά από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στους τομείς της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, της φορολογίας ακινήτων, των επιδομάτων αναπηρίας, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και της δικαιοσύνης και συμφώνησαν για τη χρονική επέκταση του ΤΧΣ.

«Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου χρειάζεται, να ενισχύσουν τις προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των πολιτικών του χρηματοπιστωτικού τομέα, της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, του κτηματολογίου, της κωδικοποίησης της εργατικής νομοθεσίας και της επίτευξης των συμφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών».

«Η έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για το Eurogroup (Ιουνίου) ώστε να αποφασίσει σχετικά με την αποδέσμευση του επόμενου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος», αναφέρεται. Το πιο σημαντικό είναι πως για πρώτη φορά επισημαίνεται πως «η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά τους κινδύνους δυσμενών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, αντιμετωπίζοντας έτσι αποτελεσματικά την προϋπόθεση στην οποία βασίζεται η εφαρμογή της Ενισχυμένης Εποπτείας». Παράλληλα, αναφέρεται πως «οι (ελληνικές) αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην ολοκλήρωση των εκκρεμών πεδίων» και «βάσει αυτών των εκτιμήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει την ενισχυμένη επιτήρηση μετά τη λήξη της στις 20 Αυγούστου 2022».

Η παράταση της ρήτρας διαφυγής

Στις συστάσεις της Επιτροπής για τις δημοσιονομικές πολιτικές αναφέρεται πως αυτές «θα πρέπει να συνεχίσουν να διαφοροποιούνται κατάλληλα μεταξύ των κρατών μελών». Δηλαδή «τα κράτη μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να διασφαλίσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των τρεχουσών δαπανών κάτω από τη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη αλλά προσωρινή και στοχευμένη στήριξη στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτες από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ουκρανία». Για την περίοδο μετά το 2023, αυτές οι χώρες υψηλού χρέους θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και τη διασφάλιση της αξιόπιστης και σταδιακής μείωσης του χρέους και δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα μέσω σταδιακής εξυγίανσης, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.

Αντιθέτως, για τα κράτη με χαμηλό χρέος αναφέρεται μόνο πως θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι τρέχουσες δαπάνες τους ευθυγραμμίζονται με μια συνολική ουδέτερη στάση πολιτικής το 2023, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη προσωρινή και στοχευμένη υποστήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Για την περίοδο μετά το 2023, τα εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων.

Ειδικά για το καθεστώς της γενικής ρήτρας διαφυγής, αναφέρεται πως η αυξημένη αβεβαιότητα και οι ισχυροί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές λόγω του πολέμου και «οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και οι συνεχείς διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού» δικαιολογούν την παράταση και το 2023. Τούτο «θα παράσχει το χώρο στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές να αντιδράσουν έγκαιρα όταν χρειάζεται, διασφαλίζοντας παράλληλα την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη στην οικονομία κατά τη διάρκεια της πανδημίας προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και δημοσιονομική σύνεση που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας». Επιτρέπει μια προσωρινή απόκλιση από τις συνήθεις δημοσιονομικές απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα, αναφέρεται.

Το φθινόπωρο του 2022, η Επιτροπή θα επανεξετάσει την κατάσταση. Μετά το καλοκαίρι θα ανακοινώσει τις προτάσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.