Άρθρο του Γ. Μαντζουράνη για τις δημοσκοπήσεις: Διαφώτιση ή Χειραγώγηση του Λαού

Από τότε που ο Τζωρτζ Γκαλλοπ εισήγαγε μοντέλα σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης, όπως λ.χ. συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια κλπ., οι γνωμηγήτορες, δηλαδή οι φορείς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, σε μεγάλο βαθμό σχεδιάζουν τον λόγο, το πρόγραμμα και την εν γένει συμπεριφορά τους με βάση τα ευρήματα δημοσκοπήσεων.

Η δύναμη των δημοσκοπήσεων έγκειται στην ανεύρεση και δημοσιοποίηση της γνώμης των ανθρώπων αλλά και στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης και συνακολούθα των κομματικών επιλογών των πολιτών, με αναπόφευκτη συνέπεια τη σημαντική επιρροή τους στις δημοκρατικές διαδικασίες και τις πολιτικές εξελίξεις. Και αυτό, γιατί σε πρώτο στάδιο οι ερωτώμενοι εξομολογούνται τις προτιμήσεις τους στο μέτρο, που διασφαλίζεται η μυστικότητα των στοιχείων ταυτότητας αυτών, ενώ σε δεύτερο στάδιο ερωτηθέντες και μη παρωθούνται στην αποδοχή των δημοσκοπικών ευρημάτων και στη συμμόρφωση με τη πλειοψηφούσα στις δημοσκοπήσεις τάση.

Υπό αυτό το πρίσμα οι δημοσκοπήσεις μπορεί να είναι μέσο διαφώτισης των πολιτών αλλά και εργαλείο χειραγώγησης της κοινής γνώμης ιδίως των αναποφάσιστων, που αμφιταλαντεύονται και ποδηγετούνται ευκολότερα.

Η συχνότατη διάψευση των δημοσκοπικών προβλέψεων σε πάμπολλες εκλογικές αναμετρήσεις τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα και καταλληλότητα των μεθοδολογικών εργαλείων των δημοσκοπήσεων προς ανίχνευση των τάσεων της κοινής γνώμης και κατά συνέπεια την εγκυρότητα των ευρημάτων καθώς και την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων ως μέσου πληροφόρησης των πολιτών.

Στην Ελλάδα οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις ενόψει των ευρωεκλογών εμφανίζουν χαρακτηριστικές ιδιομορφίες κατά την πλέον επιεική έκφραση, όπως είναι:

α) οι μεγάλες αποκλίσεις των ευρημάτων από εταιρεία σε εταιρεία ανεξάρτητα από το χρόνο διενέργειας της έρευνας

β) το εύρος των διαφοροποιήσεων των ευρημάτων της ίδιας εταιρείας από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση

γ) η επιλογή του χρόνου δημοσίευσης των διάφορων δημοσκοπήσεων αμέσως μετά την ανακοίνωση κυβερνητικών μέτρων υπέρ των αδύνατων συμπολιτών

δ) η συνεχής μείωση της διαφοράς μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, που από το 12,5% φθάνει στο 7% και 4,9% χωρίς δραστικές μεταβολές στα αντίστοιχα ποσοστά συσπείρωσης των δύο μεγάλων αντιπάλων.

Αυτές οι διαπιστώσεις δημιουργούν εύλογα ερωτήματα τόσον για την επάρκεια όσον και για την καλή ή κακή χρήση των υπαρχόντων μεθοδολογικών εργαλείων κατά τη διαμόρφωση του ερωτηματολογίου, καθώς και την επιλογή των κριτηρίων για τη συγκρότηση του δείγματος των ερωτώμενων, που σε τελική ανάλυση προκαλεί έντονο προβληματισμό για την αξιοπιστία και των δημοσκοπήσεων και των δημοσκόπων, που έτσι και αλλιώς θα κριθεί από τη συμφωνία των δημοσκοπικών ευρημάτων με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.

Με δεδομένο ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι πολίτες πρέπει όχι μόνο να εκφράζουν αλλά και να διαμορφώνουν ελεύθερα τη πολιτική βούληση τους, οι δημοσκοπήσεις από όργανο διαφώτισης των πολιτών μπορεί να γίνουν σκηνικό βιασμού της λαϊκής βούλησης.