>Πίσω στη δραχμή: ένας τραπεζικός εφιάλτης

>
Κατηγορηματικά απορρίπτουν τα στελέχη της ελληνικής τραπεζικής αγοράς κάθε σκέψη επιστροφής της χώρας στη δραχμή, με αφορμή τα σενάρια που διακινούνται τις τελευταίες ημέρες, κυρίως από γερμανικές πηγές. Οι διάφορες παραλλαγές του σεναρίου, όπως τονίζουν, έχουν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό: προϋποθέτουν μια εφιαλτική διαδικασία μετάβασης, που θα εγκυμονούσε κινδύνους διάλυσης του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, ή ανεξέλεγκτης κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής.

Τραπεζικό στέλεχος με μεγάλη εμπειρία, που ρωτήθηκε σχετικά από το “B”, αντί άλλης απάντησης μας παρέπεμψε σε ένα σχόλιο που είχε δημοσιεύσει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ολλανδικής Rabobank, δρ. Βιμ Μπούνστρα, τον περασμένο Οκτώβριο, όταν και πάλι ακούγονταν φωνές στην Ευρώπη περί επιστροφής στα εθνικά νομίσματα.

Ας φαντασθούμε προς χάρη της συζήτησης, έγραφε ο Ολλανδός οικονομολόγος, ότι οι Έλληνες θέλουν να επιστρέψουν στη δραχμή. Δεν υπάρχει τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο σε μια νύχτα. Νέα χαρτονομίσματα θα έπρεπε να εκτυπωθούν, αλλά και να προσαρμοσθούν ανάλογα τα συστήματα πληροφορικής των τραπεζών, όπως και η διοικητική μηχανή του κράτους. Ουσιαστικά, θα έπρεπε να ακολουθηθούν με αντίστροφη σειρά όλα τα βήματα της μετάβασης από τα εθνικά νομίσματα στο ευρώ, κάτι που θα απαιτούσε στην καλύτερη περίπτωση διάστημα αρκετών μηνών, αν όχι χρόνια για να ολοκληρωθεί. Έτσι, η μετάβαση στο παλαιό εθνικό νόμισμα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βοηθούσε την Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα χρόνια οικονομικά της προβλήματα με αρκετά αποτελεσματικό τρόπο.

Όμως, έγραφε ο Μπούνστρα, σε αυτή την περίοδο της μετάβασης είναι πολύ δύσκολο να φαντασθεί κανείς, ότι οι Έλληνες πολίτες θα περίμεναν απαθείς τη μετατροπή των καταθέσεών τους από «σκληρά» ευρώ σε «μαλακές» δραχμές. Το πιο πιθανό θα ήταν, αμέσως μόλις διαδίδονταν φήμες για τις μυστικές προετοιμασίες επιστροφής στη δραχμή, να έσπευδαν όλοι οι καταθέτες να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες, για να στείλουν στο εξωτερικό, ή να τα κρατήσουν σε μετρητά. Η Ελλάδα θα βίωνε σε αυτή την περίπτωση μια «επίθεση στις τράπεζες» (“bank run”) χωρίς προηγούμενο.

Πού θα έβρισκαν οι τράπεζες τέτοια ρευστότητα τόσο γρήγορα;διερωτάται ο οικονομολόγος της Rabobank. Η απάντηση είναι ότι δεν θα την έβρισκαν, αφού οι εμπορικές ευρωπαϊκές τράπεζες, δεν θα δέχονταν να τις δανείσουν «ζεστά» ευρώ, ρισκάροντας να χάσουν ένα μεγάλο μέρος των δανείων, ενώ και η ΕΚΤ πιθανότατα δεν θα διευκόλυνε τις τράπεζες μιας χώρας που εγκαταλείπει το ευρώ. Άλλωστε, η κρίση που θα άρχιζε σε τέτοια περίπτωση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα ήταν τέτοιων διαστάσεων, που η ΕΚΤ θα προτιμούσε να αφιερώσει τις δυνάμεις της στη στήριξη των τραπεζών των χωρών που θα έμεναν στην ευρωζώνη.

Τι θα γινόταν, όμως, στην περίπτωση που η κυβέρνηση, για να προλάβει την ανεξέλεγκτη κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα, αποφάσιζε πριν προχωρήσει η διαδικασία μετάβασης στη δραχμή να επιβάλει έκτακτα μέτρα περιορισμού των αναλήψεων από τις τράπεζες και της κίνησης κεφαλαίων στο εξωτερικό; Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, θεωρητικά αυτό θα ήταν μια λύση για να προστατευθεί το τραπεζικό σύστημα. Όμως, στην πράξη θα ήταν ένα μέτρο που θα εγκυμονούσε άλλους, ακραίους κινδύνους: οι πολίτες πιθανότατα δεν θα δέχονταν αδιαμαρτύρητα τη δέσμευση των καταθέσεών τους και θα ξεσπούσαν ταραχές με απρόβλεπτη κατάληξη –τέτοιες ταραχές, άλλωστε, οδήγησαν σε αιματηρά επεισόδια και στην κατάρρευση της κυβέρνησης της Αργεντινής, στην πτώχευση της χώρας προ δεκαετίας.

Η διαδικασία, λοιπόν, της μετάβασης από το ευρώ στη δραχμή κρύβει τόσους κινδύνους ήδη από το ξεκίνημά της, που την καθιστούν απαγορευτική για την ελληνική κυβέρνηση. Μήπως, όμως, θα επιθυμούσαν οι ισχυρότερες χώρες της ευρωζώνης ένα «ξεκαθάρισμα» από «προβληματικά» μέλη, όπως η Ελλάδα; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έδωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του που δημοσιεύει σήμερα το γερμανικό περιοδικό “Focus” και είναι κατηγορηματικά αρνητική.

Όπως εξήγησε ο Σόιμπλε, απευθυνόμενος προς τους θιασώτες των «σκληρών» λύσεων για την προβληματική Ελλάδα, αν η Ελλάδα έβγαινε από τη νομισματική ένωση, το ευρώ θα άρχιζε ένα ασυγκράτητο ράλι ανατίμησης έναντι των κυριότερων ξένων νομισμάτων, που θα τίναζε στον αέρα την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας. «Αυτό θα σήμαινε πολύ περισσότερους ανέργους και πολύ λιγότερα φορολογικά έσοδα. Δεν μπορώ να αναλάβω τέτοια ευθύνη», τόνισε ο Σόιμπλε.

Πάντως, η ιδέα της επιστροφής «προβληματικών» χωρών της ευρωζώνης στα εθνικά τους νομίσματα, παρότι κρύβει σοβαρούς κινδύνους, από ορισμένους στην Ιρλανδία αντιμετωπίζεται σαν ένα ισχυρό «χαρτί» στη διαπραγμάτευση ευνοϊκότερων όρων για το ιρλανδικό μνημόνιο δανεισμού. Ο Ιρλανδός επιχειρηματίας Ντέκλαν Γκάνλεϊ, το πρόσωπο που ηγήθηκε της εκστρατείας για το «Όχι» των Ιρλανδών στο δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, δήλωσε ότι οι Ιρλανδοί πολιτικοί θα πρέπει να βρουν τα… κότσια, για να απειλήσουν με στάση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια βελτιωμένη συμφωνία χρηματοδότησης από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.

«Έχουμε έναν όμηρο», είπε χαρακτηριστικά, «λέγεται ευρώ. Το ευρώ είναι ένα αφερέγγυο νόμισμα. Το μόνο ερώτημα είναι αν η Ιρλανδία θα πρέπει να θυσιασθεί (σ.σ.: εννοεί με το μνημόνιο, που υποχρεώνει τους Ιρλανδούς να καλύψουν τα χρέη των τραπεζών) για να μην καταρρεύσει η πυραμίδα. Χρειάζεται να έχουμε έτοιμο ένα Σχέδιο Β, έναντι του δήθεν σχεδίου διάσωσης, το οποίο θα είναι η επιστροφή στο ιρλανδικό πουντ (σ.σ.: το εθνικό νόμισμα της Ιρλανδίας πριν την εισαγωγή της στο ευρώ)».

Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η περίπτωση της Ιρλανδίας είναι πολύ διαφορετική από την ελληνική: η Ιρλανδία έχει σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος, το οποίο θα είναι απολύτως ελεγχόμενο, στην υποθετική περίπτωση που η νέα κυβέρνηση αποφασίσει να μην αναλάβει τα χρέη των τραπεζών προς άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες και την ΕΚΤ. Με ένα σχετικά υγιή δημόσιο τομέα και έναν ιδιωτικό τομέα με δυναμικό εξαγωγικό προσανατολισμό, η Ιρλανδία θα μπορούσε ίσως να επανέλθει στο πουντ πιο εύκολα και με οφέλη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι ισχύει το ίδιο και για την Ελλάδα, που έχει σπάσει κάθε διεθνές ρεκόρ δημοσιονομικής διάλυσης και υπερχρέωσης…