Πάνε να ρίξουν ευθύνες στη Ελλάδα για τους πρόσφυγες γερμανικές εφημερίδες

 

Η συμφωνία της Ε.Ε. με την Τουρκία για το προσφυγικό αλλά και οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης πολλών προσφύγων στην Ελλάδα απασχολεί μερίδα του γερμανόφωνου τύπου.

Με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας για το προσφυγικό, η εφημερίδα Stuttgarter Zeitung δημοσιεύει εκτενές ρεπορτάζ για την κατάσταση στο hotspot της Λέσβου. Υπό τον τίτλο «Τελευταία στάση Λέσβος» γραφεί: «Η συμφωνία της Ε.Ε. με την Τουρκία για το προσφυγικό υπογράφηκε πριν από δύο χρόνια για να βάλει τέλος στη δραστηριότητα των διακινητών, για να εμποδίσει πρόσφυγες από το επικίνδυνο ταξίδι στο Αιγαίο και για να σταματήσει τα προσφυγικά κύματα. Στις 18 Μαρτίου 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη συμφωνία. Ωστόσο όσον αφορά τις καταστροφικές συνθήκες διαβίωσης πολλών προσφύγων στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει καμία βελτίωση.

Δε λειτουργεί η επαναπροώθηση

Μπορεί ο βασικός στόχος της συμφωνίας, δηλαδή η μείωση των προσφυγικών ροών, να επετεύχθη αφού ο αριθμός των νεοαφιχθέντων μειώθηκε κατά 90%, ωστόσο η προβλεπόμενη επαναπροώθηση προσφύγων δεν λειτουργεί σχεδόν καθόλου. Αποτυγχάνει πρωτίστως επειδή οι αρμόδιοι έλληνες δικαστές παρέχουν στους περισσότερους πρόσφυγες άσυλο επειδή δεν θεωρούν την Τουρκία ασφαλή τρίτη χώρα. Από την άλλη πλευρά άτομα των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί όπως μετανάστες από την Β. Αφρική, ασκούν έφεση με τη βοήθεια επιδέξιων δικηγόρων, μια διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει μέχρι και χρόνια. Έτσι καθυστερούν την επαναπροώθησή τους.

Ανάλογη είναι η εικόνα στους καταυλισμούς. Η Μόρια φιλοξένησε το τελευταίο φθινόπωρο κατά διαστήματα σχεδόν 6.000 άτομα, παρ’ ότι έχει υποδομές για μόλις 3.000 ανθρώπους. Εκατοντάδες πρόσφυγες μένουν σε σκηνές που δεν τους προσφέρουν καμία προστασία από το κρύο και την υγρασία. Ούτε το σχέδιο της ανακατονομής εντός της ΕΕ λειτουργεί: 120.000 πρόσφυγες προβλέπονταν να μεταφερθούν από την Ελλάδα και την Ιταλία. Στην πραγματικότητα όμως οι άλλες χώρες της ΕΕ δέχθηκαν μόλις 33.000 ανθρώπους.