Γιατί οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια αφού ανακοινώνουν κέρδη;

 

Σε «παγίδα εξυγίανσης» φαίνεται ότι έχουν πιαστεί οι τράπεζες, ίσως κι άλλες επιχειρήσεις, καθώς ο τρόπος που ξέφυγαν από τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας της χώρας υπονομεύει σήμερα τη δυνατότητά τους να ξεπεράσουν αμαρτίες του παρελθόντος.

Η χασούρα των τραπεζών από το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων ή και τα κόκκινα δάνεια προκάλεσε μεγάλες ζημίες οι οποίες θεωρητικά όχι μόνον «εξαφάνιζαν» τα κεφάλαια των τραπεζών αλλά πρακτικά θα τις έκλειναν, με τις ανάλογες συνέπειες. Η ιδέα που έσωσε τότε την κατάσταση, ήταν να επιτραπεί στις τράπεζες να μην εμφανίσουν τη χασούρα αυτή ως απώλεια κεφαλαίων και, επιπλέον, να μπορούν να συμψηφίζουν σταδιακά τη ζημία αυτή με κέρδη των επόμενων τριάντα ετών. Οι τράπεζες πρακτικά δεν θα πληρώσουν φόρο το διάστημα αυτό, εφόσον βεβαίως έχουν κέρδη. Οι τότε κυβερνήσεις μάλιστα «εγγυήθηκαν» ότι οι τράπεζες θα έχουν κέρδη τα επόμενα χρόνια με την παραδοχή ότι αν δεν υπάρξουν κέρδη, το κράτος θα εισφέρει μετρητά στο κεφάλαιο των τραπεζών με συνέπεια να μειωθούν τα ποσοστά των μετόχων, που «τιμωρούνται» επειδή υποτίθεται δεν πέτυχαν κερδοφορία.

Τα ποσά των κεφαλαίων που υπολογίζονται ως «αναβαλλόμενος φόρος» ξεπερνούν τα 16 δισ. ευρώ και αποτελούν ουσιαστικά το 55% των κεφαλαίων που εμφανίζουν οι ελληνικές τράπεζες. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών προκύπτει από το εύρημα αυτό. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στις ελληνικές τράπεζες. Απλά, στις τράπεζες άλλων κρατών της Ευρωζώνης, το ποσοστό των κεφαλαίων που προέρχονται από αναβαλλόμενο φόρο είναι πολύ χαμηλότερο απ’ ό,τι στις ελληνικές. Με τη μεγάλη τοποθέτησή τους σε κρατικά ομόλογα και τις ανάλογες ζημίες, ήταν αναγκαίο να εξασφαλίσουν την επιτυχία στα στρες τεστ. Και το επιτυγχάνουν, καθώς εμφανίζουν υψηλό ποσοστό κεφαλαιακής επάρκειας με τη μέθοδο αυτή. Προέρχεται βέβαια από φόρους που θα κερδίσουν επειδή δεν θα τους πληρώσουν όταν θα έχουν κερδοφορία, στο μέλλον.

Η ευφυής μέθοδος έφερε χαμόγελα σε πολλούς τραπεζίτες, αλλά επιβάλλει κι έναν περιορισμό. Οι τράπεζες διαθέτουν μεν υψηλά κεφάλαια, δεν μπορούν όμως να προχωρήσουν σε κινήσεις «γρήγορης εξυγίανσης», καθώς αν διαγράψουν κόκκινα δάνεια θα προκαλέσουν ζημίες που θα τις καθιστούν ζημιογόνες και θα ενεργοποιήσουν την κρατική μετοχοποίηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Είναι ένα ακόμη παράδειγμα για τον τρόπο που συχνά «λύνεται» ένα επιτακτικό σημερινό πρόβλημα, η «λύση» όμως δεσμεύει πολλά χρόνια. Παρά τα όσα λέγονται, οι τράπεζες δεν είναι σε θέση σήμερα να απαλλαγούν από τα βάρη του παρελθόντος και να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια, επειδή δεν μπορούν να ξεφύγουν από την υποχρέωση να διατηρούν κερδοφορία. Το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής αγοράς είναι ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να απορροφήσουν ζημίες ώστε να απαλλαγούν από τα βάρη του παρελθόντος.

Πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα αυτό; Με εφευρετικότητα, όπως δημιουργήθηκε. Ισως με τη μείωση των υψηλών απαιτήσεων σε δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που προκύπτουν από μελλοντικούς φόρους. Ενδεχομένως με την αύξηση της οργανικής κερδοφορίας, ώστε να είναι εφικτή η απόσβεση μεγαλύτερων… προβλημάτων του παρελθόντος. Μέχρι να αντιμετωπιστεί, όμως, οι τράπεζες θα κινούνται με βήμα σημειωτόν. Οπως και η οικονομία.

Σεραφείμ Κωνσταντινίδης ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ