Citigroup: Παραμένουν οι κίνδυνοι για τις τράπεζες – Νέες τιμές στόχοι

Ουδέτερη με υψηλά επίπεδα κινδύνου, είναι η νέα σύσταση της Citigroup για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς, όπως επισημαίνεται οι κίνδυνοι για τον κλάδο παραμένουν.
Όπως επισημαίνει η Citigroup, η μακροοικονομική βελτίωση, η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, αλλά και ενίσχυση των ελληνικών ομολόγων βοήθησε τον κλάδο να ανακάμψει από τα χαμηλά του Ιανουαρίου και να καταγράψει ένα σημαντικό ράλι ανόδου.
Ωστόσο, ο δρόμος προς την πλήρη ανάκαμψη είναι δύσκολος.

Τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αντισταθμίζονται από το υψηλό ποσοστό επιτοκιακών εσόδων στα επισφαλή δάνεια (27%-44%).

Σε ό,τι αφορά τα NPEs, η αμερικάνικη τράπεζα αναφέρει πως το περασμένο έτος, οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν μείωση κατά 13,1 δισ. ευρώ. Οι πωλήσεις και οι διαγραφές που αντιστοιχούν στο 82% της μείωσης των προβλέψεων μειώθηκαν κατά 10,2 δισ. ευρώ το 2018. Σύμφωνα με τις νέες στρατηγικές που αναθεωρήθηκαν τον Μάρτιο, οι τράπεζες δεσμεύτηκαν να μειώσουν την έκθεσή τους στα προβληματικά δάνεια κατά 23,4 δισ. ευρώ φέτος με αυξημένη εξάρτηση στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις (67%), οι οποίες συνδέονται με την επάρκεια των προβλέψεων, τις αποτιμήσεις των εγγυήσεων και τη ζήτηση των επενδυτών για τα NPLs. Η συνολική μείωση των NPEs έχει ως στόχο τα 53,7 δισ. ευρώ το 2019-2021 (έναντι του αποθέματος προβλέψεων ύψους 43,9 δισ. ευρώ από το τέλος του 2018) με τους προβλεπόμενους δείκτες NPE να κυμαίνονται μεταξύ του 9% και του 23% το 2021.

Όπως τονίζει η Citigroup, η εφαρμογή συνολικών λύσεων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), θα είναι ένας θετικός καταλύτης για τον κλάδο και θα οδηγήσει σε βελτίωση των συστάσεών της.
Αντίθετα, η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος, η μείωση του ενδιαφέροντος για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία και οι νέες απαιτήσεις των ρυθμιστικών αρχών θα μπορούσαν να αλλάξουν σε αρνητική τη στάση της.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει αναλύοντας τους ρυθμούς ανάκτησης σε διάφορους τύπους NPEs των ελληνικών τραπεζών, το έλλειμμα των προβλέψεων διαμορφώνεται στα 12 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018.
Σε σύγκριση με τα κεφαλαιακά αποθέματα, το έλλειμμα είναι χαμηλότερο για την Εθνική Τράπεζα και την Eurobank (pro-forma για τη συγχώνευση της Grivalia) και υψηλότερο για την Alpha και την Πειραιώς.

Εξηγώντας την ουδέτερη στάση της για τον κλάδο η Citi επισημαίνει πως με βάση τους εκτιμώμενους ρυθμούς ανάκτησης για τους διάφορους τύπους προβληματικών εκθέσεων των τραπεζών, υπολογίζει ότι το έλλειμμα των προβλέψεων διαμορφώνεται στα 12 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018.

Η Citigroup, μείωσε την τιμή στόχο για την Alpha Bank στα 1,76 ευρώ από 1,87 ευρώ πριν και για την Eurobank στα 0,85 ευρώ από 0,95 προηγουμένως, ενώ για την Εθνική η νέα τιμή στόχος αυξήθηκε στα 2,22 ευρώ από 1,08 ευρώ προηγουμένως και για την Πειραιώς την αύξησε στα 1,84 ευρώ από 0,76 ευρώ προηγουμένως.

Θετική δημοσιονομική πορεία της ελληνικής οικονομίας

Η καλύτερη δημοσιονομική δυναμική με την πολύ πιο εποικοδομητική σχέση με τους πιστωτές της (οι οποίοι κατέχουν το 80% του δημόσιου χρέους) θα συμβάλουν στη συνέχιση της ανοδικής πορείας της Ελλάδας, σύμφωνα με τη Citigroup.
Η αμερικανική τράπεζα σχολιάζει τα στοιχεία της Eurostat τα οποία δημοσιοποιήθηκαν χτες, 23 Απριλίου 2019, και τα οποία έδειξαν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε ξανά τις προσδοκίες, αφού διαμορφώθηκε στο 4,4% του ΑΕΠ.
Το δημοσιονομικό πλεόνασμα της Ελλάδας αυξήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ το 2018 από 0,7% του ΑΕΠ το 2017, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Eurostat, ενώ το 2018 ήταν άνετα πάνω από το στόχο 3,5%, το οποίο η Ελλάδα έχει δεσμευτεί μεσοπρόθεσμα.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ ανήλθε στο 181,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018, από 176,2% στο τέλος του 2017.
Αυτό αντικατοπτρίζει τις τελευταίες δόσεις του ESM στην Ελλάδα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για το ταμειακό απόθεμα ύψους 15,6 δισ. ευρώ πριν από την τρίτη λήξη του προγράμματος.
Σύμφωνα με τη Citigroup, ο προϋπολογισμός της ελληνικής κυβέρνησης παρουσίασε πλεόνασμα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, αντανακλώντας τα κέρδη από τα φορολογικά έσοδα, λόγω της οικονομικής ανάκαμψης και της σχετικά αυξημένης αύξησης της απασχόλησης.
Οι δημόσιες δαπάνες επίσης συνέβαλαν στη δημοσιονομική βελτίωση.