Αυστηρό μήνυμα Μητσοτάκη στην κυβέρνηση για τα χαμένα 40 δισ των τραπεζών – Η επόμενη μέρα με επιστροφή καταθέσεων

Αυστηρό μήνυμα στην κυβέρνηση για την καταστροφή του τραπεζικού  συστήματος και παραινέσεις στους τραπεζίτες να μην επιδείξουν καμία ανοχή σε επιχειρηματίες που είναι υπερχρεωμένοι και δεν πληρώνουν τα δάνειά τους, έχουν πτωχεύσει τις επιχειρήσεις κι έχουν αφήσει απλήρωτους τους εργαζόμενους, έχουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό και οι ίδιοι αρμενίζουν αμέριμνα με τα κότερά τους στο Αιγαίο, απηύθυνε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας από το βήμα της γενικής συνέλευσης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ),  παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ.

Ο επικεφαλής του ESM θα τιμήσει με την παρουσία του και την επετειακή εκδήλωση που θα πραγματοποιήσει η ΕΕΤ για τη συμπλήρωση των 90 χρόνων λειτουργίας της, απόψε στο Ζάππειο Μέγαρο.

Ο κ. Μητσοτάκης έκανε ειδική αναφορά στην καταστροφή των αξιών στο τραπεζικό σύστημα, τόνισε ότι οι Έλληνες συμμετείχαν στις τράπεζες με 30 δισ. ευρώ, ποσό που σήμερα έχει εξαϋλωθεί στο 1,7 δισ. Αν συνυπολογιστούν και οι ζημίες των μικρομετόχων κόστισε στους Έλληνες φορολογούμενος 40 δισ ευρώ.

«Τέτοια καταστροφή δεν έχει ξαναγίνει, πρόκειται για έγκλημα που δεν έχει παραγραφεί και φυσικά, θα αναζητηθούν οι ευθύνες στο ακέραιο» είπε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.

Ο Κ. Μητσοτάκης, τόνισε ότι η κυβέρνησή του θα διασφαλίσει τη νομική προστασία προς τα στελέχη των τραπεζών, έτσι ώστε αυτά να μη σκέφτονται τα δικαστήρια, αλλά πώς να κάνουν τη δουλειά τους και να δώσουν δάνεια στην οικονομία. Πέρα από τις αναδιαρθρώσεις των βιώσιμων επιχειρήσεων, ο Κ. Μητσοτάκης προέταξε την προστασία των ευάλωτων πολιτών σε αντιδιαστολή με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι δεν θα πρέπει να μπορούν να υπαχθούν σε καμία ρύθμιση. 

Παράλληλα, χαρακτήρισε τους πλειστηριασμούς, έσχατη λύση, που πρέπει να γίνονται με πρόνοια για τους πιο αδύνατους.

«Πρέπει να ξεκαθαρισθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, πόσες από αυτές είναι οριστικά ανείσπρακτες και όσες κριθούν εισπράξιμες να μπουν σε 120 δόσεις» είπε ο κ. Μητσοτάκης. Οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια να αναδιαρθρώσουν τα κόκκινα δάνεια, συμπλήρωσε και τόνισε ότι ειδικά οι αναδιαρθρώσεις ορισμένων μεγάλων ομίλων καθυστερούν, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία ανοχή σε μετόχους που έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, τα κόκκινα δάνεια τους στην Ελλάδα και με αρμενίζουν τα κότερα τους στο Αιγαίο.

«Το όφελος σε αυτές τις επιχειρήσεις είπε πρέπει να το καρπωθούν οι νέοι μέτοχοι», κατέληξε.

Όπως ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης σε μία πολύ θετική οικονομική συγκυρία για την ΕΕ, η χώρα βρίσκεται σε δυσμενή θέση παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και οι τιμές της ενέργειας βοήθησαν και ο τουρισμός αυξήθηκε, όπως και το ΑΕΠ.

Για να γίνει κατανοητή η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε μεταξύ 2015-2017, είπε ο κ. Μητσοτάκης, η Κύπρος σωρευτικά γνώρισε αύξηση του ΑΕΠ 9,3%, η Ελλάδα στο ίδιο διάστημα κατά 0,9%.

Στο τέλος του 2014 είπε, στην Πορτογαλία το ΑΕΠ ήταν 193 δισ και στην Ελλάδα 179 δισ. Στο τέλος του 2017 στην Πορτογαλία είχε φθάσει 193 δισ. και στην Ελλάδα τα 177,7 δισ.

«Η καταστροφή του συσσωρευμένου πλούτου που έγινε στην Ελλάδα είναι πρωτοφανής κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και υπολογίζεται από 86 δισ. κατά την ΤτΕ ώς και 200 δισ κατά τον πρώην επικεφαλής του Euroworking Group» τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και συνέχισε:

«H καταστροφή του πλούτου είναι πρωτοφανής και θα σταθώ ιδιαιτέρα στο θέμα της ανακεφαλαιοποίησης. Οι τράπεζες στηρίχθηκαν με 25 δισ κατά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση μέχρι τα τέλη του 2013 και η αξία των μετοχών που παρακράτησε για λογαριασμό των Ελλήνων φορολογούμενων το ΤΧΣ ανήλθε στα 23 δισ ευρώ. Η άνοδος όμως των λαϊκιστών στην εξουσία έφερε δραματικές καταστάσεις που κορυφώθηκαν με την επιβολή των capital controls».

Η νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με 5,4 δισ. μέσω του ΤΧΣ ήταν, είπε ο κ. Μητσοτάκης, παντελώς αχρείαστη και σήμερα η συμμετοχή του ΤΧΣ έχει εξαϋλωθεί στο 1,7 δισ. Δηλαδή έβαλαν 30 δισ. οι Έλληνες και έμεινε 1,7 δισ. ενώ με τις ζημίες και των υπόλοιπων μετόχων κόστισε περίπου 40 δισ.

Αντίστοιχα ο κ. Μητσοτάκης έδωσε την εικόνα του τι συνέβη το ίδιο διάστημα στο εξωτερικό. Οι ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 διέθεσαν 431 δισ δολάρια τα οποία πήραν πίσω με κέρδος 15,3 δισ. Η Ιρλανδία για την κρίση του 2009 ίδρυσε την ΝΑΜΑ (bad bank) η οποία δαπάνησε 32 δισ. και ήδη φέρνουν στους Ιρλανδούς φορολογούμενους 2 δισ.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Αγγλία με την RBS. «Mόνο στην περίπτωση του ΤΧΣ είχαμε τέτοιου μεγέθους καταστροφή. Ευθύνη μίας ανεύθυνης και ανίκανης κυβέρνησης» τόνισε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στις προτεραιότητές του για το τραπεζικό σύστημα. Το πρώτο, είπε, είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μία μεγάλη πολιτική αλλαγή. Χρειάζεται νέο μείγμα φορολογικής πολιτικής και ένα φορολογικό σύστημα σταθερό για 5 χρόνια τουλάχιστον. Σε βάθος διετίας, συνέχισε, θα μειώσουμε τον ΕΝΦΙΑ κατά 30% για να αποκατασταθούν οι αξίες των ακινήτων ενώ σταδιακά θα μειώσουμε και το φόρο των επιχειρήσεων με στόχο να φτάσει το 24%.

«Θα εισάγουμε νέα φορολογική κλίμακα για τα εισοδήματα με αρχικό συντελεστή 9% ενώ θα καταργήσουμε σταδιακά την Εισφορά Αλλελεγγύης και το Τέλος Επιτηδεύματος. Ο ΦΠΑ στον Τουρισμό θα επανέλθει στο 11% ενω το όριο υπαγωγής στον ΦΠΑ θα αυξηθεί στις 25.000 ευρώ. Θα εισάγουμε επενδυτικά κίνητρα για τόνωση της επιχειρηματικότητας και νέο ασφαλιστικό, που θα βασίζεται σε 3 πυλώνες και θα διασφαλίζει κοινωνική συνοχή», συμπλήρωσε.

Ως μία κρίσιμη προτεραιότητα ανέδειξε την επιστροφή των καταθέσεων όπου τόνισε ότι πρέπει να υπάρξει μία γενικευμένη καθαρή λύση, η οποία να επιδοτεί την επιστροφή είτε από το εξωτερικό είτε από τα στρώματα ενώ τόνισε ότι το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι επιχειρήσεις που κρατούν περι τα 12 δισ καταθέσεων στο εξωτερικό.

Ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να εκμεταλλευθεί τα 24,7 δισ. που έχουν περισσέψει από το 3ο πρόγραμμα για να ενισχύσει τη ρευστότητα στην οικονομία. Ταυτόχρονα χαρακτήρισε την αντιμετώπιση των NPLs αργή και οπισθοβαρή ενώ υποσχέθηκε ότι θα διασφαλίσει νομική προστασία στα τραπεζικά στελέχη για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων, «γιατί οι τρεις ρυθμίσεις που έφερε αυτή η κυβέρνηση δεν έκαναν τίποτα».

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ Ν.ΚΑΡΑΜΟΥΖΗ

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΕΕΤ, Πρόεδρο της Eurobank Ν.Καραμούζη, οι συνθήκες για τις τράπεζες έχουν βελτιωθεί σημαντικά αλλά απέχουν αρκετά από τον μεγάλο και σημαντικό στόχο να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Υπάρχουν μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις και ο μεγαλύτερος ελέφαντας στο δωμάτιο είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ακολουθούν οι συνθήκες ρευστότητας και η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους.

Απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στο κοινό, χρησιμοποίησε ένα περσικό ρητό που λέει «καλό είναι να οραματίζεσαι, σημαντικό να προγραμματίζεις, αλλά καλύτερο να υλοποιείς».

Ο Πρόεδρος της ΕΕΤ, επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης σε πρόγραμμα προσαρμογής – δεν ήταν αυτές που προκάλεσαν την κρίση. Αντιθέτως, υπέστησαν μια πρωτοφανή απαξίωση και συρρίκνωση των δραστηριοτήτων τους, με συσσώρευση ζημιών και λήψη σημαντικής κρατικής ενίσχυσης σε κεφάλαια και ρευστότητα. Επιπροσθέτως, υποχρεώθηκαν μέσω των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης που υπέγραψε η καθεμία, σε έναν δραματικό μετασχηματισμό της αρχιτεκτονικής τους και των χρηματοοικονομικών τους δεδομένων.

Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ 2009 και 2017:
    το ενεργητικό τους μειώθηκε κατά 39%, από 491 δισ. ευρώ σε 301 δισ. ευρώ,
 τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά 28%, από 253 δισ. σε 184 δισ. ευρώ,
 η παρουσία ξένων τραπεζών μειώθηκε κατά 94% με όρους ενεργητικού,
 ο κλάδος συγκεντρώθηκε από δεκάδες τράπεζες σε 4 “συστημικές” τράπεζες που ελέγχουν το 97% του ενεργητικού του κλάδου,
 οι τραπεζικοί υπάλληλοι μειώθηκαν κατά 24.000 ή 37% και το δίκτυο μειώθηκε κατά περίπου 1.900 καταστήματα ή 47%,
 η εξάρτηση για ρευστότητα από το ευρωσύστημα ξεπέρασε τα 130 δισ. ευρώ στην κορύφωση της κρίσης, ενώ η απώλεια καταθέσεων ξεπέρασε τα 117 δισ. την ίδια περίοδο,
 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) ξεπέρασαν τα 107 δισ. στην τον Ιούνιο του 2016, κοντά στο 50% του χαρτοφυλακίου των τραπεζών,

 κατέστη αναγκαία η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών τέσσερις φορές με κεφάλαια ύψους 64 δισ. ευρώ, το Ελληνικό Δημόσιο συμμετείχε στις αυξήσεις με σημαντικά ποσά μέσω του ΤΧΣ, ενώ σχηματίστηκαν προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις ύψους 57 δισ. ευρώ,
 οι ελληνικές τράπεζες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τις περισσότερες εκτός Ελλάδος δραστηριότητές τους.

Σήμερα, ο ελληνικές τραπεζικός κλάδος έχει σταθεροποιηθεί και έχει αφήσει πίσω του τα χειρότερα.  Συγκεκριμένα έχει να επιδείξει:

 υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που πιστοποιήθηκαν από τα stress tests που διεξήγαγαν οι εποπτικές αρχές και ανακοινώθηκαν στις αρχές του Μαΐου,
 αναβαθμισμένη εταιρική διακυβέρνηση,
 την ευθυγράμμισή του, εν πολλοίς, με τις νέες αυστηρότερες κανονιστικές και εποπτικές απαιτήσεις,
 τη βελτίωση της ρευστότητάς του, παρά τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων με :

1. μείωση της εξάρτησης για ρευστότητα από το Ευρωσύστημα στα 21,6 δισ. ευρώ, με τον ELA στα 10,2 δισ. ευρώ (στοιχεία Απριλίου,
2. βελτιούμενη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κυρίως μέσω έκδοσης καλυμμένων ομολογιών,
3. αυξημένη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά repos (περίπου 20 δισ. ευρώ),
4. σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων (+5,5 δισ. το 2017), αποκλιμάκωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων βάσει σχεδίου (94,4 δισ. ευρώ στο τέλος 2017 και 92,4 δις. ευρώ στις 31/3/2018).  Στόχος και δέσμευση των τραπεζών είναι τα ΜΕΑ να μειωθούν σε περίπου 64 δις. ευρώ.

Ωστόσο, ο κλάδος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις καθώς:

1. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αν και μειούμενα, παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, με τον λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων να προβλέπεται, αν επιτευχθούν οι στόχοι, στο 35% στο τέλος του 2019, έναντι 6% του μέσου όρου σήμερα στην ευρωζώνη. Άρα, απαιτείται έγκαιρος σχεδιασμός για την περίοδο 2019 – 2021, ώστε, το ποσοστό αυτό να μειωθεί σε μονοψήφιο αριθμό στο τέλος του 2021 και λόγω των συζητήσεων για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη.

2. Ο κλάδος εξακολουθεί συνολικά να βρίσκεται σε φάση απομόχλευσης, ειδικά στη λιανική τραπεζική και κυρίως στην στεγαστική πίστη (- 3% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο), αλλά και στις μικρές επιχειρήσεις όπου η ζήτηση είναι ουσιαστικά αναιμική και οι αποπληρωμές υπερκαλύπτουν κατά πολύ την όποια νέα παραγωγή δανείων.

3. Οι καταθέσεις ακολουθούν εν γένει θετική τροχιά, ωστόσο ο ρυθμός αύξησής τους είναι εξαιρετικά αργός, με τα υπόλοιπα του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) να βρίσκονται τέλος Απριλίου του 2018 λίγο παραπάνω από τα επίπεδα του τέλους του 2017 (+ 634 εκατ.  ευρώ ή στα 127 δισ. ευρώ), ενώ τα υπόλοιπα δανείων διαμορφώθηκαν στα 179 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο.  Άρα, υπάρχει ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό, ένα έλλειμμα ρευστότητας και η υποχρέωση πλήρους αποπληρωμής των υπολοίπων δανεισμού από τον ELA.

4. Η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων έχει βελτιωθεί, αλλά δεν είναι πλήρης και απρόσκοπτη, και το κόστος δανεισμού παραμένει απαγορευτικό.

5. Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει στάσιμη και περιορισμένη λόγω:

– στασιμότητας των εσόδων από εργασίες,
– υψηλού κόστους κινδύνου, που παρά την επικείμενη αποκλιμάκωσή του, αναμένεται να κυμανθεί πάνω από το 1,6% επί του χαρτοφυλακίου δανείων το 2018,
– πίεσης του περιθωρίου επιτοκίου από τον ανταγωνισμό, και
– λειτουργίας μη τραπεζικών οργανισμών που δραστηριοποιούνται κάτω από διαφορετικούς εποπτικούς κανόνες. Η αλματώδης ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής τεχνολογίας επιδρά καταλυτικά στην πορεία του κλάδου και καθιστά αναγκαίο τον βαθύ μετασχηματισμό του λειτουργικού και επιχειρησιακού προτύπου των τραπεζών,
– νέου απαιτητικό εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλούνται οι τράπεζες να λειτουργήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κοστοβόρο και επιδρά στο στρατηγικό σχεδιασμό των τραπεζών.