Μία νέα κατάσταση επίσης διαμορφώνεται με την ενσωμάτωση και εφαρμογή της MiFID II, της νέας βίβλου των κεφαλαιαγορών, η οποία αλλάζει το περιβάλλον λειτουργίας τους στην Ευρώπη. Οι αλλαγές που επιφέρει επηρεάζουν κάθε εταιρεία που εμπλέκεται σε επενδυτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων είναι οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι διαχειριστές επενδύσεων, οι επενδυτικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων.
Η αναθεώρηση και ο εμπλουτισμός της νομοθεσίας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κεφαλαιαγορών κατέστη αναγκαίος μετά από τις τεράστιες αλλαγές που σημειώθηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές τα τελευταία χρόνια. Η εμφάνιση νέων αγορών διαπραγμάτευσης και νέων προϊόντων καθώς και τεχνολογικές εξελίξεις όπως οι διαπραγματεύσεις υψηλής συχνότητας, είναι μερικές από αυτές.
Οι βασικότερες βελτιώσεις που συνθέτουν τη νέα πραγματικότητα είναι οι εξής:
-Σταθερότερες και αποτελεσματικότερες δομές αγοράς, υποχρεώνοντας τους παρόχους να πραγματοποιούν συναλλαγές σε μετοχές μόνο σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης.
-Εισαγωγή ενός Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης, ο οποίος θα διευκολύνει την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κεφάλαια.
-Εισαγωγή ρυθμίσεων για τον έλεγχο συναλλαγών μέσω αλγορίθμων ή συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα που ενέχουν πιθανούς συστημικούς κινδύνους.
-Ενίσχυση της διαφάνειας στο προ- και μετα-συναλλακτικό στάδιο, που ίσχυε μόνο για μετοχές, τώρα και στα παράγωγα καθώς και στα ομόλογα.
-Επέκταση των εποπτικών εξουσιών, αφού οι αρχές θα είναι σε θέση να απαγορεύουν συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες ή πρακτικές, όταν κρίνουν ότι απειλείται η προστασία των επενδυτών.
– Τέλος, τίθενται αυστηρότερες απαιτήσεις στη διαχείριση χαρτοφυλακίου, στην παροχή επενδυτικών συμβουλών και στις συναλλαγές επί πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως είναι τα δομημένα προϊόντα.
Οι επερχόμενες αλλαγές, χωρίς αμφιβολία, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε όλες τις εταιρείες που εμπορεύονται χρηματοπιστωτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών που συμμετέχουν σ’ αυτές τις αγορές, καθώς βέβαια και στην Ευρωπαϊκή Κεφαλαιαγορά στο σύνολό της.
Όμως, προς όφελος των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και με γνώμονα τη δραματική εμπειρία της τελευταίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, θεωρούμε ότι ήταν επιβεβλημένες. Άλλωστε, η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελεί δημόσιο αγαθό, το οποίο επιβάλλεται να προστατεύουμε και να υπηρετούμε».