Τελευταίο θα αποζημιώνεται το Δημόσιο από πλειστηριασμούς

Τελευταίο στην κατάταξη των πιστωτών για ικανοποίηση από το προϊόν της εκποίησης κατά τη διαδικασία της πτώχευσης ή του πλειστηριασμού καθίσταται πλέον το Δημόσιο, μετά την κατάργηση της ποσόστωσης που ίσχυε μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα από το προϊόν της ρευστοποίησης ικανοποιούνταν οι πιστωτές ως εξής:

• Κατά 65% οι εχέγγυοι, δηλαδή οι τράπεζες.

• Κατά 25% το Δημόσιο, δηλαδή η εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και οι εργαζόμενοι.

• Και κατά 10% οι ανέγγυοι πιστωτές.

Το νομοσχέδιο προβλέπει την κατάργηση αυτής της κατηγοριοποίησης για τις νέες οφειλές που θα δημιουργηθούν από εδώ και στο εξής. Με τη νέα κατάταξη θα παίρνουν έως 9.669 ευρώ οι εργαζόμενοι και στη συνέχεια θα ικανοποιούνται –χωρίς ανώτατο όριο– οι πιστωτές με υποθήκη ή ενέχυρο, δηλαδή οι τράπεζες. Τέλος, αν περισσεύει κάποιο ποσό, θα πηγαίνει στο Δημόσιο και τους ανέγγυους πιστωτές. Σημειώνεται ότι το «υπερπρονόμιο» των εργαζομένων, όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται η προτεραιότητα που έχουν οι εργαζόμενοι, ίσχυε πριν από το 2015 και επέτρεπε την καταβολή των μισθών δύο ετών. Η ισχύς του καταργήθηκε το 2015 από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία το επαναφέρει «κουρεμένο». Η ρύθμιση προβλέπει ότι η αποζημίωση των έξι μισθών που θα λάβουν οι εργαζόμενοι υπολογίζεται με βάση τον νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των 25 ετών, δηλαδή 586 ευρώ, προσαυξημένο κατά 275%. Ετσι η ανώτατη αποζημίωση με βάση τη διανομή από το «υπερπρονόμιο» μπορεί να φτάσει έως τις 9.669 ευρώ.

Η αλλαγή του τρόπου ικανοποίησης των πιστωτών υπέρ των εχέγγυων πιστωτών περιορίζει δραματικά την προοπτική είσπραξης κάποιου ποσού από την πλευρά του Δημοσίου, στον βαθμό που τόσο η εφορία όσο και τα ασφαλιστικά ταμεία θα ικανοποιούνται μόνο εάν περισσέψει κάποιο ποσό από τον προϊόν της εκποίησης και αφού προηγουμένως ικανοποιηθούν οι εργαζόμενοι και οι πιστωτές που έχουν υποθήκη ή ενέχυρο, δηλαδή οι τράπεζες.

Την εκτίμηση αυτή διατυπώνουν ειδικοί στον τομέα των πτωχεύσεων, εξηγώντας ότι το ποσό που εισπράττεται τόσο στις περιπτώσεις πτώχευσης όσο και στις αναγκαστικές εκτελέσεις είναι συνήθως πολύ λιγότερο από το 50% της αξίας των οφειλών του πιστούχου.

Ειδικά στην πτώχευση, που είναι μια διαδικασία που διαρκεί πολλά χρόνια, το ποσό που καταλήγει από τη ρευστοποίηση είναι εξαιρετικά μικρό και σε αρκετές περιπτώσεις μόλις που φθάνει για την κάλυψη των εξόδων που έχει η διαδικασία της πτώχευσης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι πτωχεύσεις στη χώρα μας φθίνουν διαρκώς και, παρά την οικονομική κρίση, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που δεν άντεξαν στην κρίση εγκαταλείπει απλώς τη δραστηριότητα, χωρίς να καταφεύγει στην επίσημη διαδικασία της πτώχευσης. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, μια πτώχευση στη χώρα μας ολοκληρώνεται σε περίπου 3,5 χρόνια (στην πράξη η περίοδος εκτείνεται ακόμη και στη δεκαετία) και επιτυγχάνει να διασώσει μόλις το 35% της αξίας της επιχείρησης, όταν στις ώριμες οικονομίες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 80% και 90%.

Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου σημειώνεται ότι με τον προτεινόμενο τρόπο κατάταξης ενισχύεται η πίστη στην εμπράγματη ασφάλεια, καθώς και η ασφάλεια των συναλλαγών. Οσο πιο ισχυρή είναι η προστασία και όσο πιο ασφαλής η πρόβλεψη σε ό,τι αφορά το μερίδιο από το πλειστηρίασμα, τόσο μεγαλύτερο προσδοκάται ότι θα είναι το ύψος της πίστωσης, το οποίο θα χορηγηθεί με βάση την εμπράγματη ασφάλεια, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.